Διασχίζοντας τον ωκεανό

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Μερα παρα - μερα

Δεν είχα έμπνευση να γράψω
άρα δεν υπήρχα
δεν αισθανόμουν κάτι
άρα δεν ζούσα
γύριζα εκεί που ήμουν ιδία
άρα δεν είμαι κάτι

πάει καιρός από εκείνες τις μέρες
τα νύχια μου ξεβαμενα,βρωμικα στο εσωτερικό στους
χωρίς να ξέρω γιατί νιώθω μέσα σου
διασχίζω τον ωκεανό
στερούμε αστέρια και νύχτες
καυτές μέρες

ήμουν μαστουρωμένη
μου τελείωσαν τα συγγνώμη.


...
- Είσαι αγνή
Συνεχίζει να είναι αυτός που γνώρισα αλλά ποτέ δεν ξεκινούσε από την αρχή θυμάμαι ορισμένες φορές που είχε ήδη νοσταλγήσει τα παλιά. Κρύβεται πίσω από την δυστυχία των άλλων και νιώθει βασιλιάς ξέρει πως παίρνει και δεν δίνει και γουστάρει. Δεν με σοκάρει ούτε με συγκινεί η αδιαφορία ουδόλως δικαιολογούν την αυταπάρνηση της πλαστικοποιημένης και ταυτόχρονος καλοφτιαγμένης αγάπης του. Όσο κουράζομαι τόσο και εσύ προσφέρεις προοπτικές και πια είναι τελικά η ουσία?
Δεν υπάρχει πραγματική ουσία..
Εκείνο το πράσινο πουκάμισο που φορούσες ήταν τόσο θαυμάσιο θα μπορούσα να σε κοιτάζω ώρες ,με έσπρωξες να σε καταλάβω δεν δίστασες να μου μιλήσεις δεν θέλω να ξαναβγώ από το σπίτι μου σκέφτηκα πικαρισμένη στο βλέμμα σου . Εν καιρώ άρχισα να εξοικειώνομαι με την αγάπη αν και απρόσωπη ήταν ανισόρροπη στριμμένη και τόσο αληθινή .Σταμάτησα να κατηγορώ τους άλλους για την αθλία συμπεριφορά μου το πηρά όλο πάνω μου και πρόσεξα πως έπρεπε να προχωρήσω . Ενιοτε είχα αρχίσει να φοβάμαι μάλιστα τις τελευταίες μέρες είχα τάσεις πανικού, ναι τα νευρά μου δεν ήταν τόσο καλά πιανόμουν από το πιο ασήμαντο και ταραζόταν ο εγκέφαλος μου, τα χεριά μου άρχιζαν να παίζουν σε γρήγορες κινήσεις και το σώμα μου λύγιζε προς τα πίσω κάποιες φορές έκλαιγα κιόλας. Σαγηνευτικά έκραζα φύγε από δίπλα μου άσε με χωρίς να θέλω όλη την σημασία της λέξης .Γεμίσαμε σαδιστές ένας από αυτούς τυχαίνει να είμαι και εγώ . Έμαθα να καταπίνω χάπια σαν να είναι η τροφή μου ακούγεται σαν την μελωδία της φθαρμένης αγάπης .
Έχεις φιλήσει κάποιον που ποτέ σου δεν τον έχεις κοιτάξει στα μάτια ποτέ σου δεν έχεις αισθανθεί έστω μια έλξη? εγώ το έκανα χωρίς δισταγμούς φιλότιμο και παρεξηγήσεις καρφώθηκα πάνω του για λίγα λεπτά ως ένδειξη κρέατος ,ως ένδειξη απελπισίας .Αραιά και που το μπάνιο μου μεγαλώνει σαν όνειρο απατηλό ,το παράθυρο πάντα μου τράβα την προσοχή με τα χρώματα που εκπέμπει με λίγη υπομονή φεύγω για την εποχή που θα έπρεπε να ζω εκεί που είμαι αυτό που τώρα τραγικοποιώ.



Το πιο αθώο κοίταγμα κάποτε παρακμάζει.
Ο πόθος που αντέχει στα σεντόνια μια φορά βρωμάει μίσος.
Η οσμή από το ιδρωμένο κορμί σου ισορροπεί με το καρβουνιασμένο μήλο στην ατμόσφαιρα .Μια ασυνήθιστη μέρα σαν χθες ασυνείδητα άρχισα να τρέμω μπροστά στο σάλιο που ξεχείλιζε από το στόμα σου, μου διέγειρε το πάνω χείλος αλαζονικά και ενστικτωδώς ικανοποιητικά.
Βασανίζω την πέτσα μου πριν προφτάσεις να το κάνεις εσύ . Τόσο σκληρόσαρκος να ’σαι που οι καρφίτσες να μοιάζουν γαργάλημα.
Επίπονα βογκώ και δονούμαι ακούσια σα να ’μαι ολάκερη η κόλαση ,τρυπάς μέσα μου κεντώντας και σκίζοντας. Παράφρονα με κοιτάς και τραβάς τα μαλλιά μου τόσο αδιάφορα χωρίς να περισσεύει λίγη ανακούφιση ,τα γδέρνεις μέχρι φωλιάσουν καλά στις παλάμες σου .Ένα υγρό αναβλύζει άφθονο έπειτα από την πίεση κάτω στα πόδια μου φαντάζει μια έκρηξη ,μια έξαψη να χαράζει.
Βαδίζω ασταθώς απρόσεκτα και ρίχνω καθετί εμπρός μου . Ρέμβομαι άσκοπα μα να είμαι στεγνή χωρίς κανένα ίχνος υγρού.
Μα γιατί πρέπει να είσαι τόσο υστερόβουλος ξεψύχησα ανάμεσα στο κενό του’ προβλεπόμενα θα έσπρωχνες και από την μεριά μου θα υποχωρούσα.
Κατέπνιξα τα πνευμονία μου τσίτωσα το δέρμα μου είπα πως δεν μπορεί πια να είμαι ερωτευμένη.
Το να περιγράφεις καταστάσεις ελλιπής από άποψη φαντασίας φρόνησε η Φωτεινή.
- Όχι ,απλά έζησα ανήκουστες στιγμές.
Κανείς δεν είναι εκεί να μου δικαιολόγηση κάτι που έκανα και φοβάμαι πως είναι λάθος.
Μου τραβάμε το χλωμό απομεινάρι και με ξεγυμνώνουν στις επιλογές μου.
Νιώθω σαν να κάνω ερώτα με ένα νεκρό ακρωτηριασμένο κρέας, μα πια το αίμα δεν στέκεται μόνο στην μύτη μου αλλά και στην γλώσσα μου.
Επαψε πια η αντανάκλαση να με ακόλουθα


Είναι τέχνη να βρωμάς έρωτα


Ακούω ένα ήχο να δονείται
Έναν ήχο να παραμιλά να κάνει μια στροφή και να χτυπά πάνω μου.
Τώρα όλα είναι πικρά γιατί μέσα μου ξεβράζει το κτήνος καπου να τραφει.
Μου αρέσει να βιάζω τον εαυτό μου
Να βάζω τα δάχτυλα μέσα μου που ο κόσμος να μου γίνεται μικρός
να κοιτώ ψηλά είτε από συγκίνηση είτε από απόγνωση και ντροπή.
Είναι τέχνη το να με ξυλοκοπάς στο μάρμαρο και το πρόσωπο μου να αιμορραγεί σιγά σιγά
τα πόδια μου να βρίσκονται δεμένα και μελανιασμένα από εσένα
ξαφνικά τα στήθια μου να ξεκολλάμε και οι ρώγες να εγκαταλείπουν.
Δεν νιώθω στην φτέρνα μου αίμα να κυλά
δεν νιώθω να έχω πατούσες
Είναι τέχνη ανυποψίαστα να φτάνω στο ολόκληρο
Εξίσου τέχνη είναι το στραβοπάτημα που κάνεις πριν πιάσεις το μπουκάλι να πιεις
να με κοιτάξεις αναμμένος και να χαμογελάς ενώ καταβάθος μέσα σου είσαι νεκρός
Είναι τέχνη ο ενθουσιασμούς να καταλήγει σε ένα γαμησι γεμάτο σφιξίματα και ενιοτε απρέπεια
Εγώ που δεν μπορώ να τρομάξω τον φόβο μου
εγώ που ταλαντεύομαι στον φόνο μου
Ένα χιλιοστό μακρύτερα από τον εκμηδενισμό
από το κάθαρμα που πεινούσε για αγάπη
Περιγραφώ αυτά που δεν μπορώ να πω πως είσαι
Είσαι ένα τίποτα με λίγο τα πάντα
Είσαι ο μοναδικός
Είναι τέχνη ο τρόπος που πετάς τα έπιπλα επάνω μου
το σκληρό που είναι μαλακό
το ψέμα που είναι αλήθεια
η βέργα που πασπαλίζει ψύχος.
Δεν υπάρχει ρυθμός στο δράμα
δεν υπάρχει μουσική στην γύμνια μου

Είναι τέχνη να βρωμάς έρωτα


..για τα ναρκωτικά

Στα λόγια ενός μεσημεριού κάτω από τον ήλιο
μια κούπα τσάι με λίγο αλάτι στην άκρη έτσι για αλλαγή
Κοιμήθηκα σε κάθε έπιπλο πάνω όπως να ναι
σαν ζώο , σαν άστεγη
σαν ορθάνοικτος καταυλισμός
τα χρώματα γιναν πιο οξύτερα
πιο τρυφερά, κάθε είδος ναρκωτικού πλάγιαζε δίπλα μου
με κοίμιζε με ξυπνούσε και με καταβρόχθιζε
χλευάζεις την μεγάλη φύση
άσκοπα ζούμε από αυτή.
Ο εγκέφαλος μου είναι τόσο ελαφρύς
μα το κεφάλι μου τόσο βαρύ
έπιασα τον ωκεανό σε μια χούφτα του ουρανού
έρχομαι στην ανεπάρκεια όταν ανοίγω το χέρι μου και φεύγει
πείνα ενώ δεν έχω στομάχι
διψώ ενώ δεν έχω φάει κάτι καυτερό για να το χωνέψω και να με πειράξει
δεν έχω παπούτσια
δεν έχω ακριβά ρούχα
δεν αστραφτώ
Με αυτή την μπλούζα την σκισμένη
την τρύπια την φτηνή
ξάπλωσα και είδα ένα ατέλειωτο λιβάδι
μια ασυνήθιστη και απείραχτη αιωνιότητα
οι ηλιαχτίδες ήταν ο ήλιος ενσαρκωμένος σε κάθε λουλούδι ανασηκωμένο
δεν είναι που δεν θέλω να καταλάβω απλά δεν μπορώ
θέλω να πεθάνω στον αέρα
τυλιγμένη από τα κλαδιά
τυλιγμένη από το φως του απογευματινού Ήλιου
σε μια γωνία καλυμμένη από το Γιασεμί
δεν θα υπάρχουν κοινώς σκουλιά
δεν θα υπάρχει μια σιχαμερή σωρός
θα σκούζω αγανάκτηση
θα πασαλείβω αισιοδοξία
θα χτυπώ δεμένη αυτά που έβαλες μπροστά μου
θα διαλύω οποιοδήποτε χαρακτηρισμό από την φτερούγα εωσότου να σπάσει όλη η ραχοκοκαλιά
ένα σκουπίδι που αποβάλει τα ρούχα του σαν την ηθική του
ένα σκουπίδι που δεν βρίσκει μέρος να δικαιολογηθεί.
Ο ένας το άλλον και εκείνος έμενα
Το ύφος που σχηματίζει η σιχαμάρα όταν με κοιτά
η αθωότητα που κρύβει μια τόση δα γραμμή αξιοπρεπείας
ένα πράσινο ανάμεσα στο καφέ
ανάμεσα στην κόρη του ματιού μου που ανοίγει σαν ορίζοντας
ευλογημένος ο κύριος .

Κυνηγώντας τα χνάρια του δράκου

..έτσι το αποκάλεσαν το έσχατο από τα 7 τέρατα
ήταν πελώριο ταξίδευε τόσο μακριά
γεμάτο με ένα τίποτα ,υφίσταται?
εξατμιζόταν σε ένα οβάλ ομοιόμορφο έντερο