Διασχίζοντας τον ωκεανό

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Ο οικοδεσπότης

σκοτεινά θαρρώ πως είναι εδώ μέσα
παλμικές κινήσεις στους κατάλληλους ρυθμούς
τοίχοι με ταπετσαρία μεμβράνης
σαρκαστικός ο οικοδεσπότης ντυμένος στα κόκκινα
λεπτοκαμωμένες μελωδίες του θειου λήθαργου
χρυσές κάπες που διαλύονται σε σκόνη
αργοσβήνουν σε κάθε κλαδί
κάπως κουρασμένα τα χεριά μου ελεούν ένα μαχαίρι
όλη η ομορφιά χάνεται
φρίκη και αργό πόνο
χωρίς διαφύγει
παραφροσύνη
λιγοστεύουν και αυτές οι οπτασίες που μου χάριζαν διασκέδαση
σκάλιζαν τόσο ήρεμα τον εγκέφαλο μου
μη θέλοντας να τον βλάψουν
απλά να τον ξεπαστρέψουν
ο οικοδεσπότης είναι τόσο γαλήνιος και κόκκινος
το μαχαίρι μου σκαρφίζεται το πιο γλυκό ψέμα
θέλει να μου προσφέρει ευγενικά νερό
ανυψώνομαι
η πανέμορφη μου χαίτη πιάνετε σαν νήμα
μαυρίζει και χλομιάζει
βλέπω τα σύννεφα
βλέπω και τον ουρανό
ξαπλώνω σε ένα απέραντο κόκκινο λιβάδι.
Βράδυ στο δρόμο , ακούγεται συναρπαστικό
κάθε φως καταλύει την πόλη
κάθε στενό μεθοκοπάει τα χρόνια που σάπιζε από βραδινές μηχανές σκουπίζοντας το
σκισμένο σελοφάν η ξεσκισμένο συναίσθημα.
Η ομορφιά του να μπλέκεις κάπου
πανικοβλημένη να ανασάνει από την αγωνία
γκρεμοτσακίζεται και σκοτώνεται
τίποτα δεν μένει άκαμπτο
μα αυτό το κορμί γεμάτο πληγές και ακαθαρσίες μένει ακίνητο
θα τραγουδήσει το τελευταίο τραγούδι
ήρθε η μέρα που τα σαγόνια της θλιβερής δυστυχίας θα με παραλάβουν
σχεδόν ξέχασα πως είναι να ολοκληρώνεις κάτι
άπλωσα την θέληση μου στο κρασί
το λευκό ,το κόκκινο, το χαλασμένο
σε κάθε μπουκάλι μεταμορφώνοντας το σε κάτι οικείο
σε κάτι πολύτιμο
σταθεί κάποιος δίπλα μου..
σαν ψόφιο σκυλί σπαράζω
σαν να θέλω λίγη πέτσα να τραφώ
σαν να θέλω λίγη συμπόνια
μα τίποτα από αυτά δεν θα με κάνουν καλυτέρα
υπάρχω σε κάθε δραματική νουβέλα
που με αγαπά και με προσέχει
είμαι η μοναδική στον ρολό μου
ένα άυλο υποτονικό φλέγμα .