Διασχίζοντας τον ωκεανό

Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Οπώς και πέρυσι την ίδια μέρα

Κάποιες φορές είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσεις πως ένας έρωτας έχει τελειώσει πολύ πιο γρήγορα από ότι περίμενες εσύ και έτσι γρήγορα βλέπεις πως οι άνθρωποι αλλάζουν και απασχολούνται με αλλά αντικείμενα και ιστορίες. Κάνοντας μια πλακά σε ένα φίλο βλέπω πως παρεξηγείται και έτσι δεν έχει πια πλακά η ‘’ πλακά ’’.
Γρήγορα άλλαξαν και τα σκηνικά η μάλλον οι καταστάσεις, πρόσφατα έπινα κρασί στο ίδιο σημείο όπως πέρυσι την ιδία μέρα με το ίδιο μπουκάλι και τα ιδία άτομα αλλά δεν ήταν το ίδιο..
Δεν έχει σχέση με τον χρόνο αλλά με τα τυχαία που επρόκειτο να συμβούν και να κάνουν μια παράλληλη κλίση που θα μοιάζει αλλά δεν θα είναι.

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

Να ακους καποιον να σου λεει κατι

Το πιο γλυκό που άκουσα εκείνη την ημέρα περπατώντας όταν αντίκρισα τα μάτια σου με παράπονο να λένε είναι ‘’έπεσα από το μπαλκόνι για να πιάσω τα αστέρια μετά είχα ξαπλώσει διπλωμένος..αναστέναζα.’’
Ο πόνος περνά και φεύγει έχει πάντα ανώτατη θέση.
Πριν καν προφτάσω να υποδυθώ την δραματική σκηνή εκφωνώ πως κάτω απο τα στρώματα βρίσκονται εκείνα τα πρόστυχα μισόλογα κυρίαρχοι της σκιερής μοναξίας μου και έτσι συνεχίζω να κρύβομαι στην ομίχλη της ερωτεύσιμης ουτοπίας.
Εξαντλώντας πλην σαφώς κάθε πιθανότητα σκοπιμότητας των λογής πράξεων μου ωθώ ‘’σε’’ στην ασφυξία αυταρχικέ απατεώνα. Με έναν ελιγμό περνώ τον δρόμο ,με ένα σπρώξιμο προφταίνω να αυταπατηθώ και με αδιάκοπη ακολουθία κατρακυλώντας γκρεμίζομαι .Κάτι παραπάνω από την απληστία σου ο φθόνος η υπεροχή σε κυριεύουν και συχνά πυκνά δυο τρία λόγια δεν έχουν θέση εδω, δεν ανήκουν σε εμάς. Που ανήκεις καταπιεσμένε άνθρωπε σε ποιον κόσμο θα εισηγηθείς απόψε?
Σαν βελόνα ήθελες να μπεις στο δέρμα μου να το σκίσεις και να πετρώσεις το αίμα μου τα κρύα χείλια μου να αισθανθείς προσδιορίζοντας με στον ύπατο. Υποκειμενικά είμαι ένα τίποτα αντικειμενικά
είμαι το σύμπαν.

Τα φιλοσοφημένα γουρούνια
Ι

Αχ!εμείς που λογοκριθήκαμε βρεθήκαμε κρεμασμένοι να πέφτουν τα νομίσματα μας ένα ένα κλάψαμε
φτωχοί είμαστε και θα παραμείνουμε μα τι οδυνηρό ξέσπασμα .
Θεσπέσια θεά κάτω από τα πόδια μου χώμα ξερόψωμα σιχαμένα βρεγμένο από αίμα
σε διαβεβαιώνω δεν είναι παραμελημένοι ,παραγκωνισμένοι απλά.


Δεν υπαρχει κατι πιο όμορφο απο την μέτρια της σχετικότητας ματαιοδοξία.

Γυναίκα και άντρας

Φαινόταν χαζό να τον φιλήσει αυθόρμητα έπρεπε να τον ρωτήσει ,χωρίς αυθορμητισμό και αποφάσεις τελευταίας στιγμης. Ο άντρας αυτός κάπνιζε αργά τράβηξε την τζούρα και ο ήχος του καπνού και του χαρτιού καίγονταν και δημιουργούσε όμορφες σκηνές .Ένας πινάκας κλασατος τους τράβηξε να διασχίσουν την λογική του καλλιτέχνη αυτός έκανε πίσω ,κι όμως εκείνος δεν μπορούσε να υποστηρίξει καλά κάτι που είχε κρεμάσει στον τοίχο του. Καταλαβαίνετε πως δυο γυμνά σώματα σε ένα υπεριώδη δωμάτιο συζητούσαν για ανούσια θέματα και η γυναίκα ήταν τόσο λεύκη που έμοιαζε με νεκρή και οι πατούσες είχαν αρχίζει να κρυσταλλώνονται. Τον αγκάλιαζε ,τον χάιδευε δήθεν από στοργή και αγάπη και πλησίαζε και πλησίαζε. Αν έπεφτε στο κενό δεν θα ήταν πια κενό έμενε στην άκρη και το κοιτούσε μια εκείνο μια εκείνον. Λίγο κρασί λίγη συζήτηση και λίγο σεξ.
..σταματουσε και αρχιζε την κοιτουσε εβριζε και συνεχιζε. Δυο διαφορετικά πεδία που συναντήθηκαν για να ενεργοποιηθούν και να ικανοποιηθούν. Η γυναίκα δεν έλεγε όχι ούτε και ναι ,ίσως σε καμία ερώτηση που την ρωτούσε
-..
-ναι
Έκλεισε τα μάτια του και κουνούσε τα χείλη του προφανώς ενοχλημένος από τρίχες του μουστακιού του ,εκείνη παρακολουθούσε κάθε πλάνο από πρώτη όψη έτοιμη να το περιγράψει και να το επεξεργαστεί.
Ήθελε να είναι ελεύθερη και κορόιδεψε τον εαυτό της διότι όταν έφυγε έπεσε στο κενό που κοίταζε.

Δευτέρα 15 Νοεμβρίου 2010

Εαυτή

Τι πιο αρκετό από ένα αμετάλλακτο άσπλαχνο έρωτα ,μισό μετρό από την δημιουργία μιας πραγματικής τέχνης.
Ξάπλωσε έχοντας εκείνο το πουα μαύρο φουστάνι επάνω της.Η απλότητα και η τεχνική της ψευδαίσθησης ήταν πως αργότερα δεν φαινόταν κάτι έντονο εκτός από την όμορφη σχηματισμένη ρογα. Ένιωσα πως δεν αντιδρούσα με τον κατάλληλο τρόπο`τοσο ανυπεράσπιστη μπροστά στης προσδοκίες και ερωτικές επιθυμίες μου, μα η επαφή της δεν έμοιαζε να ‘ναι όμοια με καμία.Έφτανε σιγά σιγά στα χείλια μου προσπαθούσε εκείνη την στιγμή να εκσφενδονίσει τον χρόνο στις διαστάσεις και τα όρια να μην υπάρχει στην ουσία η ‘’στιγμή’’ αλλά η αιωνιότητα. Τραβούσα την μπλούζα μου προφανώς από αμηχανία μα καλύτερα να την βγάλω σκέφτηκα και έμεινα μισόγυμνη ,εκεί που άρχισα να αισθάνομαι την άνοιξη του χειμώνα η M με άφησε να στοχάζομαι πως υπήρχε ένας παράγοντας που λεγόταν έρωτας δεν κοιτάζει στο να κάνει διακρίσεις μα κοκορεύεται στο πως θα πονέσεις όμορφα και άδοξα .Αισθανόμουν τον ιδρώτα της σε κάθε κύτταρο του χεριού μου, αισθανόμουν εαυτή σε κάθε αρτηρία του λαιμού μου σε κάθε ύψος και πλάτος της επιθυμίας μου...

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Μερα παρα - μερα

Δεν είχα έμπνευση να γράψω
άρα δεν υπήρχα
δεν αισθανόμουν κάτι
άρα δεν ζούσα
γύριζα εκεί που ήμουν ιδία
άρα δεν είμαι κάτι

πάει καιρός από εκείνες τις μέρες
τα νύχια μου ξεβαμενα,βρωμικα στο εσωτερικό στους
χωρίς να ξέρω γιατί νιώθω μέσα σου
διασχίζω τον ωκεανό
στερούμε αστέρια και νύχτες
καυτές μέρες

ήμουν μαστουρωμένη
μου τελείωσαν τα συγγνώμη.


...
- Είσαι αγνή
Συνεχίζει να είναι αυτός που γνώρισα αλλά ποτέ δεν ξεκινούσε από την αρχή θυμάμαι ορισμένες φορές που είχε ήδη νοσταλγήσει τα παλιά. Κρύβεται πίσω από την δυστυχία των άλλων και νιώθει βασιλιάς ξέρει πως παίρνει και δεν δίνει και γουστάρει. Δεν με σοκάρει ούτε με συγκινεί η αδιαφορία ουδόλως δικαιολογούν την αυταπάρνηση της πλαστικοποιημένης και ταυτόχρονος καλοφτιαγμένης αγάπης του. Όσο κουράζομαι τόσο και εσύ προσφέρεις προοπτικές και πια είναι τελικά η ουσία?
Δεν υπάρχει πραγματική ουσία..
Εκείνο το πράσινο πουκάμισο που φορούσες ήταν τόσο θαυμάσιο θα μπορούσα να σε κοιτάζω ώρες ,με έσπρωξες να σε καταλάβω δεν δίστασες να μου μιλήσεις δεν θέλω να ξαναβγώ από το σπίτι μου σκέφτηκα πικαρισμένη στο βλέμμα σου . Εν καιρώ άρχισα να εξοικειώνομαι με την αγάπη αν και απρόσωπη ήταν ανισόρροπη στριμμένη και τόσο αληθινή .Σταμάτησα να κατηγορώ τους άλλους για την αθλία συμπεριφορά μου το πηρά όλο πάνω μου και πρόσεξα πως έπρεπε να προχωρήσω . Ενιοτε είχα αρχίσει να φοβάμαι μάλιστα τις τελευταίες μέρες είχα τάσεις πανικού, ναι τα νευρά μου δεν ήταν τόσο καλά πιανόμουν από το πιο ασήμαντο και ταραζόταν ο εγκέφαλος μου, τα χεριά μου άρχιζαν να παίζουν σε γρήγορες κινήσεις και το σώμα μου λύγιζε προς τα πίσω κάποιες φορές έκλαιγα κιόλας. Σαγηνευτικά έκραζα φύγε από δίπλα μου άσε με χωρίς να θέλω όλη την σημασία της λέξης .Γεμίσαμε σαδιστές ένας από αυτούς τυχαίνει να είμαι και εγώ . Έμαθα να καταπίνω χάπια σαν να είναι η τροφή μου ακούγεται σαν την μελωδία της φθαρμένης αγάπης .
Έχεις φιλήσει κάποιον που ποτέ σου δεν τον έχεις κοιτάξει στα μάτια ποτέ σου δεν έχεις αισθανθεί έστω μια έλξη? εγώ το έκανα χωρίς δισταγμούς φιλότιμο και παρεξηγήσεις καρφώθηκα πάνω του για λίγα λεπτά ως ένδειξη κρέατος ,ως ένδειξη απελπισίας .Αραιά και που το μπάνιο μου μεγαλώνει σαν όνειρο απατηλό ,το παράθυρο πάντα μου τράβα την προσοχή με τα χρώματα που εκπέμπει με λίγη υπομονή φεύγω για την εποχή που θα έπρεπε να ζω εκεί που είμαι αυτό που τώρα τραγικοποιώ.



Το πιο αθώο κοίταγμα κάποτε παρακμάζει.
Ο πόθος που αντέχει στα σεντόνια μια φορά βρωμάει μίσος.
Η οσμή από το ιδρωμένο κορμί σου ισορροπεί με το καρβουνιασμένο μήλο στην ατμόσφαιρα .Μια ασυνήθιστη μέρα σαν χθες ασυνείδητα άρχισα να τρέμω μπροστά στο σάλιο που ξεχείλιζε από το στόμα σου, μου διέγειρε το πάνω χείλος αλαζονικά και ενστικτωδώς ικανοποιητικά.
Βασανίζω την πέτσα μου πριν προφτάσεις να το κάνεις εσύ . Τόσο σκληρόσαρκος να ’σαι που οι καρφίτσες να μοιάζουν γαργάλημα.
Επίπονα βογκώ και δονούμαι ακούσια σα να ’μαι ολάκερη η κόλαση ,τρυπάς μέσα μου κεντώντας και σκίζοντας. Παράφρονα με κοιτάς και τραβάς τα μαλλιά μου τόσο αδιάφορα χωρίς να περισσεύει λίγη ανακούφιση ,τα γδέρνεις μέχρι φωλιάσουν καλά στις παλάμες σου .Ένα υγρό αναβλύζει άφθονο έπειτα από την πίεση κάτω στα πόδια μου φαντάζει μια έκρηξη ,μια έξαψη να χαράζει.
Βαδίζω ασταθώς απρόσεκτα και ρίχνω καθετί εμπρός μου . Ρέμβομαι άσκοπα μα να είμαι στεγνή χωρίς κανένα ίχνος υγρού.
Μα γιατί πρέπει να είσαι τόσο υστερόβουλος ξεψύχησα ανάμεσα στο κενό του’ προβλεπόμενα θα έσπρωχνες και από την μεριά μου θα υποχωρούσα.
Κατέπνιξα τα πνευμονία μου τσίτωσα το δέρμα μου είπα πως δεν μπορεί πια να είμαι ερωτευμένη.
Το να περιγράφεις καταστάσεις ελλιπής από άποψη φαντασίας φρόνησε η Φωτεινή.
- Όχι ,απλά έζησα ανήκουστες στιγμές.
Κανείς δεν είναι εκεί να μου δικαιολόγηση κάτι που έκανα και φοβάμαι πως είναι λάθος.
Μου τραβάμε το χλωμό απομεινάρι και με ξεγυμνώνουν στις επιλογές μου.
Νιώθω σαν να κάνω ερώτα με ένα νεκρό ακρωτηριασμένο κρέας, μα πια το αίμα δεν στέκεται μόνο στην μύτη μου αλλά και στην γλώσσα μου.
Επαψε πια η αντανάκλαση να με ακόλουθα


Είναι τέχνη να βρωμάς έρωτα


Ακούω ένα ήχο να δονείται
Έναν ήχο να παραμιλά να κάνει μια στροφή και να χτυπά πάνω μου.
Τώρα όλα είναι πικρά γιατί μέσα μου ξεβράζει το κτήνος καπου να τραφει.
Μου αρέσει να βιάζω τον εαυτό μου
Να βάζω τα δάχτυλα μέσα μου που ο κόσμος να μου γίνεται μικρός
να κοιτώ ψηλά είτε από συγκίνηση είτε από απόγνωση και ντροπή.
Είναι τέχνη το να με ξυλοκοπάς στο μάρμαρο και το πρόσωπο μου να αιμορραγεί σιγά σιγά
τα πόδια μου να βρίσκονται δεμένα και μελανιασμένα από εσένα
ξαφνικά τα στήθια μου να ξεκολλάμε και οι ρώγες να εγκαταλείπουν.
Δεν νιώθω στην φτέρνα μου αίμα να κυλά
δεν νιώθω να έχω πατούσες
Είναι τέχνη ανυποψίαστα να φτάνω στο ολόκληρο
Εξίσου τέχνη είναι το στραβοπάτημα που κάνεις πριν πιάσεις το μπουκάλι να πιεις
να με κοιτάξεις αναμμένος και να χαμογελάς ενώ καταβάθος μέσα σου είσαι νεκρός
Είναι τέχνη ο ενθουσιασμούς να καταλήγει σε ένα γαμησι γεμάτο σφιξίματα και ενιοτε απρέπεια
Εγώ που δεν μπορώ να τρομάξω τον φόβο μου
εγώ που ταλαντεύομαι στον φόνο μου
Ένα χιλιοστό μακρύτερα από τον εκμηδενισμό
από το κάθαρμα που πεινούσε για αγάπη
Περιγραφώ αυτά που δεν μπορώ να πω πως είσαι
Είσαι ένα τίποτα με λίγο τα πάντα
Είσαι ο μοναδικός
Είναι τέχνη ο τρόπος που πετάς τα έπιπλα επάνω μου
το σκληρό που είναι μαλακό
το ψέμα που είναι αλήθεια
η βέργα που πασπαλίζει ψύχος.
Δεν υπάρχει ρυθμός στο δράμα
δεν υπάρχει μουσική στην γύμνια μου

Είναι τέχνη να βρωμάς έρωτα


..για τα ναρκωτικά

Στα λόγια ενός μεσημεριού κάτω από τον ήλιο
μια κούπα τσάι με λίγο αλάτι στην άκρη έτσι για αλλαγή
Κοιμήθηκα σε κάθε έπιπλο πάνω όπως να ναι
σαν ζώο , σαν άστεγη
σαν ορθάνοικτος καταυλισμός
τα χρώματα γιναν πιο οξύτερα
πιο τρυφερά, κάθε είδος ναρκωτικού πλάγιαζε δίπλα μου
με κοίμιζε με ξυπνούσε και με καταβρόχθιζε
χλευάζεις την μεγάλη φύση
άσκοπα ζούμε από αυτή.
Ο εγκέφαλος μου είναι τόσο ελαφρύς
μα το κεφάλι μου τόσο βαρύ
έπιασα τον ωκεανό σε μια χούφτα του ουρανού
έρχομαι στην ανεπάρκεια όταν ανοίγω το χέρι μου και φεύγει
πείνα ενώ δεν έχω στομάχι
διψώ ενώ δεν έχω φάει κάτι καυτερό για να το χωνέψω και να με πειράξει
δεν έχω παπούτσια
δεν έχω ακριβά ρούχα
δεν αστραφτώ
Με αυτή την μπλούζα την σκισμένη
την τρύπια την φτηνή
ξάπλωσα και είδα ένα ατέλειωτο λιβάδι
μια ασυνήθιστη και απείραχτη αιωνιότητα
οι ηλιαχτίδες ήταν ο ήλιος ενσαρκωμένος σε κάθε λουλούδι ανασηκωμένο
δεν είναι που δεν θέλω να καταλάβω απλά δεν μπορώ
θέλω να πεθάνω στον αέρα
τυλιγμένη από τα κλαδιά
τυλιγμένη από το φως του απογευματινού Ήλιου
σε μια γωνία καλυμμένη από το Γιασεμί
δεν θα υπάρχουν κοινώς σκουλιά
δεν θα υπάρχει μια σιχαμερή σωρός
θα σκούζω αγανάκτηση
θα πασαλείβω αισιοδοξία
θα χτυπώ δεμένη αυτά που έβαλες μπροστά μου
θα διαλύω οποιοδήποτε χαρακτηρισμό από την φτερούγα εωσότου να σπάσει όλη η ραχοκοκαλιά
ένα σκουπίδι που αποβάλει τα ρούχα του σαν την ηθική του
ένα σκουπίδι που δεν βρίσκει μέρος να δικαιολογηθεί.
Ο ένας το άλλον και εκείνος έμενα
Το ύφος που σχηματίζει η σιχαμάρα όταν με κοιτά
η αθωότητα που κρύβει μια τόση δα γραμμή αξιοπρεπείας
ένα πράσινο ανάμεσα στο καφέ
ανάμεσα στην κόρη του ματιού μου που ανοίγει σαν ορίζοντας
ευλογημένος ο κύριος .

Κυνηγώντας τα χνάρια του δράκου

..έτσι το αποκάλεσαν το έσχατο από τα 7 τέρατα
ήταν πελώριο ταξίδευε τόσο μακριά
γεμάτο με ένα τίποτα ,υφίσταται?
εξατμιζόταν σε ένα οβάλ ομοιόμορφο έντερο

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

Ο οικοδεσπότης

σκοτεινά θαρρώ πως είναι εδώ μέσα
παλμικές κινήσεις στους κατάλληλους ρυθμούς
τοίχοι με ταπετσαρία μεμβράνης
σαρκαστικός ο οικοδεσπότης ντυμένος στα κόκκινα
λεπτοκαμωμένες μελωδίες του θειου λήθαργου
χρυσές κάπες που διαλύονται σε σκόνη
αργοσβήνουν σε κάθε κλαδί
κάπως κουρασμένα τα χεριά μου ελεούν ένα μαχαίρι
όλη η ομορφιά χάνεται
φρίκη και αργό πόνο
χωρίς διαφύγει
παραφροσύνη
λιγοστεύουν και αυτές οι οπτασίες που μου χάριζαν διασκέδαση
σκάλιζαν τόσο ήρεμα τον εγκέφαλο μου
μη θέλοντας να τον βλάψουν
απλά να τον ξεπαστρέψουν
ο οικοδεσπότης είναι τόσο γαλήνιος και κόκκινος
το μαχαίρι μου σκαρφίζεται το πιο γλυκό ψέμα
θέλει να μου προσφέρει ευγενικά νερό
ανυψώνομαι
η πανέμορφη μου χαίτη πιάνετε σαν νήμα
μαυρίζει και χλομιάζει
βλέπω τα σύννεφα
βλέπω και τον ουρανό
ξαπλώνω σε ένα απέραντο κόκκινο λιβάδι.
Βράδυ στο δρόμο , ακούγεται συναρπαστικό
κάθε φως καταλύει την πόλη
κάθε στενό μεθοκοπάει τα χρόνια που σάπιζε από βραδινές μηχανές σκουπίζοντας το
σκισμένο σελοφάν η ξεσκισμένο συναίσθημα.
Η ομορφιά του να μπλέκεις κάπου
πανικοβλημένη να ανασάνει από την αγωνία
γκρεμοτσακίζεται και σκοτώνεται
τίποτα δεν μένει άκαμπτο
μα αυτό το κορμί γεμάτο πληγές και ακαθαρσίες μένει ακίνητο
θα τραγουδήσει το τελευταίο τραγούδι
ήρθε η μέρα που τα σαγόνια της θλιβερής δυστυχίας θα με παραλάβουν
σχεδόν ξέχασα πως είναι να ολοκληρώνεις κάτι
άπλωσα την θέληση μου στο κρασί
το λευκό ,το κόκκινο, το χαλασμένο
σε κάθε μπουκάλι μεταμορφώνοντας το σε κάτι οικείο
σε κάτι πολύτιμο
σταθεί κάποιος δίπλα μου..
σαν ψόφιο σκυλί σπαράζω
σαν να θέλω λίγη πέτσα να τραφώ
σαν να θέλω λίγη συμπόνια
μα τίποτα από αυτά δεν θα με κάνουν καλυτέρα
υπάρχω σε κάθε δραματική νουβέλα
που με αγαπά και με προσέχει
είμαι η μοναδική στον ρολό μου
ένα άυλο υποτονικό φλέγμα .